τριβώνιο

τριβώνιο
το / τριβώνιον, ΝΑ [τρίβων, -ωνος]
μικρός τρίβων, παλαιό και φτωχό ιμάτιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λήδος — λῆδος, δωρ. τ. λᾱδος, τὸ (Α) 1. είδος ευτελούς ελαφρού ιματίου, θερινού ενδύματος 2. φθαρμένο τριβώνιο*, χλαμύδα, πανωφόρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. έχει συνδεθεί με τον τ. λῆνος «μαλλί, έριον». Η σύνδεση ταιριάζει με τη σημ. τής λέξης …   Dictionary of Greek

  • τριβωνάριον — τὸ, Α μικρός τρίβων, τριβώνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβων «είδος ενδύματος» + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. βιβλιάριον)] …   Dictionary of Greek

  • τριβωνικώς — Α επίρρ. σαν τριβώνιο («τὸν τρίβων ἄφες, τηνδὶ δὲ χλαῑναν ἀναβαλοῡ τριβωνικῶς», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. *τριβωνικός (< τρίβων «είδος ενδύματος») + επιρρμ. κατάλ. ῶς] …   Dictionary of Greek

  • τριβωνιώδης — ῶδες, Α [τριβώνιον] αυτός που μοιάζει με τριβώνιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”